- σεληνοκεντρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κέντρο τής Σελήνης2. φρ. «σεληνοκεντρικές συντεταγμένες» — σύστημα συντεταγμένων στο οποίο ως αρχή λαμβάνεται το κέντρο τής Σελήνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. selenocentric (< σελήνη + κεντρικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Δ. Κοκίδη].
Dictionary of Greek. 2013.